Η έννοια της φορολογικής κατοικίας και η απόφαση του ΣτΕ

Η έννοια της φορολογικής κατοικίας και η απόφαση του ΣτΕ

28 Ιουνίου 2022 Κλείσιμο Από Alexandros

Της Μάρθας Παπασωτηρίου

Η έννοια της φορολογικής κατοικίας αναλύεται στο φορολογικό νόμο (Ν. 4172/2013) στο άρθρο 4.  Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο ένα φυσικό πρόσωπο θεωρείται φορολογικός κάτοικος Ελλάδος εφόσον, μεταξύ άλλων, έχει στην Ελλάδα τη μόνιμη ή κύρια κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων, δηλαδή τους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς. Περαιτέρω, ένα φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις 183 μέρες αθροιστικά στη διάρκεια οποιουδήποτε έτους, θεωρείται φορολογικός κάτοικος Ελλάδος από την πρώτη ημέρα παρουσίας του εδώ.  

Τροχοπέδη επενδύσεων

Το θέμα της φορολογικής κατοικίας έχει απασχολήσει πολλαπλώς αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν διοριστεί είτε ως διαχειριστές ελληνικών εταιρειών είτε ως Διευθύνοντες Σύμβουλοι σε Ανώνυμες Εταιρείας είτε απλά ως μέτοχοι/εταίροι σε ημεδαπές εταιρείες.  Όπως είναι φυσικό, οι ξένοι επενδυτές θέλουν να έχουν στο τιμόνι της επένδυσής τους κάποιο πρόσωπο εμπιστοσύνης που συνήθως είναι κάποιο στέλεχος της μητρικής εταιρείας.  Παρόλα αυτά, η τυχόν αμφισβήτηση της φορολογικής κατοικίας από τις φορολογικές αρχές για τους διοικούντες τα νομικά πρόσωπα αποτελεί τροχοπέδη στην υλοποίηση της επένδυσης και κωλυσιεργεί την όλη διαδικασία.

Η απόφαση του ΣτΕ

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει το ζήτημα της φορολογικής κατοικίας στο παρελθόν στην περίπτωση διαχωρισμού της φορολογικής κατοικίας των συζύγων που δεν κατοικούσαν και οι δύο στην Ελλάδα (ΣτΕ 1445/2016, ΣτΕ 1212/2019).  Με την υπ’ αριθμ. 2592/2021 κρίθηκε ότι η ιδιότητα του εταίρου σε δύο μονοπρόσωπες ΕΠΕ και ΙΚΕ δημιουργούν μεν δεσμούς με την Ελλάδα, οι οποίοι, όμως, δεν συναρτώνται με φυσική παρουσία του.

Όπως έκρινε η απόφαση, για την θεμελίωση της φορολογικής εξουσίας ενός κράτους απαιτείται η ύπαρξη επαρκούς συνδετικού στοιχείου του φορολογουμένου με αυτό. Η κατοικία αποτελεί τέτοιο στοιχείο, στο οποίο στηρίζεται, κατά γενικό κανόνα, το διεθνές φορολογικό δίκαιο και, ιδίως, το πρότυπο σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α., με σκοπό την κατανομή μεταξύ των κρατών της φορολογικής αρμοδιότητας. Σύμφωνα με το διεθνές φορολογικό δίκαιο, στο κράτος κατοικίας εναπόκειται κατ’ αρχήν να φορολογεί για το παγκόσμιο εισόδημά του τον υποκείμενο στον φόρο, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είναι συναφή με την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση. Αν το εν λόγω πρόσωπο συνδέεται με δύο κράτη (περίπτωση διπλής κατοικίας), τότε προκύπτει ανάγκη διευθέτησης περίπτωσης διπλής κατοικίας και άρσης σύγκρουσης της φορολογικής εξουσίας των εμπλεκόμενων κρατών και υπερισχύει η μόνιμη κατοικία (“permanent home available to him”). Αν διαθέτει και στα δύο κράτη, η σύμβαση προβλέπει ότι θεωρείται κάτοικος του κράτους, με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων) (“closer personal and economic relations – centre of vital interests”).

Κλειδί τα ζωτικά οικονομικά συμφέροντα

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η φορολογική αρχή απέρριψε το αίτημα του αιτούντος περί μεταβολής της φορολογικής του κατοικίας για το φορολογικό έτος 2017, με την αιτιολογία ότι τα ζωτικά οικονομικά συμφέροντα αυτού βρίσκονται στην Ελλάδα, λόγω του ότι αυτός ήταν κατά το ένδικο φορολογικό έτος  μοναδικός εταίρος σε δύο μονοπρόσωπες Ε.Π.Ε. και Ι.Κ.Ε.

Η κρίση της φορολογικής αρχής

Η φορολογική διοίκηση στήριξε την κρίση της και θεώρησε ότι ο αιτών είναι de facto φορολογικός κάτοικος Ελλάδος μόνο από το γεγονός της συμμετοχής στις εταιρείες.  Από τα έγγραφα όμως που προσκόμισε ο αιτών αποδεικνυόταν ότι δεν βρισκόταν στην Ελλάδα κατά το ένδικο φορολογικό έτος.  Έτσι, το ΣτΕ έκρινε ότι ο αιτών είχε πρόθεση να οργανώσει τη ζωή του και να θέσει το κέντρο των εν γένει βιοτικών σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων του εκτός Ελλάδος.

Το γεγονός αυτό δεν αναιρείται ούτε από το ότι το φυσικό πρόσωπο συμμετείχε στο κεφάλαιο των ως άνω δύο εταιριών, ούτε από το ότι αυτός διατηρούσε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, ενόψει του ότι και τα δύο αυτά γεγονότα δημιουργούν μεν δεσμούς με την Ελλάδα, οι οποίοι, όμως, δεν συναρτώνται με φυσική παρουσία του αιτούντος στην Ελλάδα.

Άλλωστε και η Διοίκηση έχει δεχτεί τα ανωτέρω με την ΠΟΛ 1260/2014, η οποία αναφέρει ότι “η συμμετοχή στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση ημεδαπών εταιριών στην Ελλάδα, από μόνα τους δεν μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία ώστε να χαρακτηριστεί το φυσικό πρόσωπο ως φορολογικός κάτοικος Ελλάδας (εκτός αν ελλείψει οικογένειας, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα)”.

Συνεπώς, για τη θεμελίωση της προαναφερόμενης φορολογικής υποχρέωσης ενός φυσικού προσώπου, η φορολογική αρχή πρέπει να προβαίνει σε ειδικώς αιτιολογημένη κρίση αναφορικά με το εάν το πρόσωπο αυτό έχει κατοικία στην Ελλάδα, και φέρει κατ’ αρχήν και το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τεκμηριώνουν, επαρκώς, ενόψει των συνθηκών, την ύπαρξή της.

Οι αποφάσεις του ΣτΕ κρίνουμε ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αναμένεται να υπάρξει και πιο σταθερή μεταχείριση από τις φορολογικές αρχές ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση και αβεβαιότητα σε αυτό τον τομέα.

* Η κα Μάρθα Παπασωτηρίου είναι Partner/Head of Tax, Lawyer, στην Andersen Tax Greece.

πηγη:www.capital.gr