Αγροτικές ενισχύσεις, επιδοτήσεις, κ.λπ.: Μήπως τελικά δε φορολογούνται;
Κωνσταντίνος Δημ. Γραβιάς
Πτυχιούχος Οικον. Παν/μίου Πειραιά
Λογιστής – φοροτεχνικός
Μέλος της επιστημονικής ομάδας του TΑΧHΕΑVEN
Για το θέμα της φορολόγησης ή όχι των ενισχύσεων ή επιδοτήσεων κ.λπ. των αγροτών βάσει του νέου Κ.Φ.Ε., έχει χυθεί πολύ μελάνι μέχρι σήμερα. Οι απόψεις διίστανται μέχρι στιγμής και η αγωνία των ενδιαφερομένων επιτείνεται από το γεγονός της έλλειψης -μέχρι τη στιγμή σύνταξης του παρόντος άρθρου- της επίσημης θέσης του υπ. Οικ. Η πλειονότητα των απόψεων που έχουν εκφραστεί από συναδέλφους είναι τέτοια ώστε η πλάστιγγα να γέρνει προς το μέρος της φορολόγησης των αγροτικών ενισχύσεων, επιδοτήσεων, κ.λπ. Όμως τελικά είναι έτσι τα πράγματα ή ισχύει κάτι διαφορετικό;
Η δική μου άποψη -παρόλο που δεν έχω ενδιατρίψει στα θέματα των αγροτών- είναι ότι οι ενισχύσεις, επιδοτήσεις κ.λπ. των αγροτών βάσει του ν. 4172/2013 δε φορολογούνται και θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω την τοποθέτησή μου.
I. Έννοια φορολογητέου εισοδήματος
i. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου7 του ν. 4172/2013, ισχύουν τα εξής:
α) εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις,
β) εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα,
γ) εισόδημα από κεφάλαιο και
δ) εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου.
ii. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, αναφορικά με την παράγραφο 2 αναφέρονται τα ακόλουθα:
II.Κέρδη από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα
i. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013, ισχύουν τα εξής:
ii. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, αναφορικά με την παράγραφο 1 αναφέρονται τα ακόλουθα:
ΙΙΙ. Φορολογικός συντελεστής 13%
i. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4172/2013, ισχύουν τα εξής:
IV. Φορολογική μεταχείριση εισοδημάτων από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα
Σύμφωνα με το υπ΄ αριθμ: Δ12 Α 1109216 ΕΞ 24.7.2014 έγγραφο του υπ. Οικ. με θέμα «Φορολογική μεταχείριση εισοδημάτων από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα (άρθ. 29 παρ. 3 του ν.4172/2013)», έγιναν γνωστά τα ακόλουθα:
Επίσης, ο φορολογικός συντελεστής 13% δεν εφαρμόζεται για δραστηριότητες εκμετάλλευσης του εξοπλισμού των παραπάνω παραγωγών (π.χ. μίσθωση αγροτικών μηχανημάτων κλπ) καθώς η δραστηριότητα αυτή συνιστά παροχή υπηρεσιών σε τρίτους και όχι αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα. Παρομοίως, η αμοιβή που τυχόν λαμβάνει παραγωγός των παραπάνω προϊόντων για υπηρεσίες που παρέχει ο ίδιος σε άλλους αγρότες δεν αποτελεί αγροτικό εισόδημα.
V. Συμπεράσματα
Από τη συνδυαστική αντιμετώπιση των ανωτέρω προκύπτει -κατά την άποψή μου- ότι στην έννοια των εσόδων από αγροτική δραστηριότητα περιλαμβάνονται αποκλειστικά τα έσοδα από την παραγωγή γεωργικών, κτηνοτροφικών, δασοκομικών, υλοτομικών και αλιευτικών προϊόντων, για τα οποία μάλιστα θεσπίστηκε ιδιαίτερος συντελεστής φόρου 13%1. Ο νομοθέτης θέσπισε έναν ξεχωριστό και μειωμένο συντελεστή για την κατηγορία αυτή των φορολογουμένων, λόγω της ιδιαιτερότητας των συνθηκών εργασίας, του αντικειμένου και κυρίως κινούμενος στα πλαίσια της συνεχόμενης προσπάθειας ενίσχυσης του πρωτογενούς τομέα που βοηθά γενικότερα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η φορολόγηση των αποζημιώσεων κ.λπ. θα οδηγούσε στο τέλμα χιλιάδες αγροτικές οικογένειες και θα έφερνε την απόγνωση στην ομάδα αυτή των πολιτών που εργάζονται υπό αντίξοες συνθήκες.
Λόγω της μη ένταξης των ποσών από αποζημιώσεις, ενισχύσεις, κ.λπ. σε καμία από τις κατηγορίες εισοδημάτων που περιγράφονται ρητώς στον Κ.Φ.Ε., προκύπτει ότι αυτά τα ποσά δε φορολογούνται. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου που παρέθεσα ανωτέρω. Στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι η επιστημονική επιτροπή της βουλής στην έκθεσή της αναφορικά με τον ν. 4172/2013, είχε επισημάνει τα ακόλουθα σχετικά με το ζήτημα αυτό: «[…] Ανεξαρτήτως του ότι τα ανωτέρω δεν προκύπτουν εμφανώς από το γράμμα των προτεινόμενων ρυθμίσεων, επισημαίνεται ότι η έλλειψη νομοθετικού ορισμού της έννοιας «εισόδημα», σε συνδυασμό με τον, κατά βάση, περιπτωσιολογικό προσδιορισμό των επί μέρους κατηγοριών εισοδήματος, είναι πιθανό να προκαλέσει ερμηνευτικές αμφισβητήσεις ως προς την υπαγωγή σε συγκεκριμένη κατηγορία εισοδήματος (και, κατ’ αποτέλεσμα, τη φορολόγηση) εσόδων που δεν κατονομάζονται ρητώς στον νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος […]». Δηλαδή από τότε, πριν τη ψήφιση του νόμου είχε χτυπήσει το καμπανάκι των μελλοντικών αμφισβητήσεων από ερμηνευτικής πλευράς.
Βέβαια, αν όντως δε φορολογούνται αυτά τα έσοδα, τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη αντικειμενικών δαπανών, όπως αυτό προκύπτει από την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ιδίου νόμου2.
Όλα τα ανωτέρω είναι καθαρά προσωπικές απόψεις και γι΄ αυτό τις δημοσιοποιώ με κάθε επιφύλαξη, αφού είμαστε εν αναμονή της ερμηνευτικής εγκυκλίου του υπ. Οικ. Ευελπιστώ σύντομα να έχουμε νεότερα για το επίμαχο θέμα έτσι ώστε να αποσυμπιεστεί η κατάσταση και να επανέλθει η ηρεμία στους ενδιαφερόμενους. Να τονίσω φυσικά ότι η ηρεμία θα επανέλθει μόνο αν δεν φορολογηθούν τελικά τα ποσά αυτά, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα επικρατήσει πανικός στις τάξεις των αγροτών!
Υ.Γ. Να ευχαριστήσω στο σημείο αυτό τους συνάδελφους κ.κ. Γ. Παπαδημητρίου και Κ. Νιφορόπουλο για την πολύτιμη ανταλλαγή απόψεων και για τις καίριες επισημάνσεις τους.
___________________________________
[1] Ο ίδιος συντελεστής θα εφαρμοστεί τελικά και για τα έσοδα από τα αγροτικά φωτοβολταϊκά, αφού σύμφωνα με την πρόσφατη διάταξη του άρθρου 116 του ν.4316/2014 προστέθηκε εδάφιο στην περίπτωση στ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3784/2010 η οποία πλέον έχει ως εξής: «[…] στ) Αγροτική δραστηριότητα είναι κάθε επαγγελματική δραστηριότητα σε έναντουλάχιστον από τους κλάδους της αγροτικής οικονομίας, δηλαδή της φυτικής, της ζωικής ή της θαλάσσιας αλιείας, της σπογγαλιείας, της οστρακαλιείας, της αλιείας εσωτερικών υδάτων και της υδατοκαλλιέργειας, που αποσκοπεί στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων, στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW, στη λειτουργία αγροτο-τουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων και στη δασική παραγωγή.Ειδικά για το εισόδημα που προκύπτει από τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW, ο ως άνω ορισμός της αγροτικής δραστηριότητας ισχύει και για λόγους φορολόγησης του ως άνω εισοδήματος […]».
[2] Βλ. παρ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 34, σύμφωνα με την οποία: «[…] Η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία. Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά που ιδίως είναι: […] β) Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις […]». Για τα θέματα της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, δείτε την απόφαση ΠΟΛ. 1167/2.8.2011 και το υπ΄ αριθμ. έγγραφο Δ12 Α 1154855 ΕΞ 10.10.2013.