Ρύθμιση δεσμευμένων ή κατασχεμένων χρηματικών απαιτήσεων και μετρητών

18 Νοεμβρίου 2014 Κλείσιμο Από Alexandros

Σχέδιο νόμου – Αιτιολογική έκθεση
Ρύθμιση δεσμευμένων ή κατασχεμένων χρηματικών απαιτήσεων και μετρητών

Κατηγορία: Είσπραξη δημοσίων Εσόδων

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
”ΡΥΘΜΙΣΗ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΩΝ Η’ ΚΑΤΑΣΧΕΜΕΝΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΡΗΤΩΝ”

Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου επιχειρείται να ρυθμιστεί η διαχείριση από το Ελληνικό Δημόσιο, τα κρατικά νομικά πρόσωπα και αρχές και τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης εν γένει των δεσμευμένων ή κατασχεμένων χρηματικών απαιτήσεων και μετρητών ή υπολοίπων τραπεζικών λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες, στη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Ακόμα, για πρώτη φορά θεσπίζεται μία μορφή ποινικής συνδιαλλαγής για τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο που διευκολύνει το Ελληνικό Δημόσιο, τα κρατικά νομικά πρόσωπα και αρχές και τους φορείς Γενικής Κυβέρνησης να ικανοποιηθούν πλήρως για την αξίωση ή τη ζημία τους.

Οι ρυθμίσεις είναι σύμφωνες με τις βασικές συνταγματικές αρχές και υποστηρίζουν το τεκμήριο αθωότητας, ενώ ταυτόχρονα δίδεται η δυνατότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα κρατικά νομικά πρόσωπα και αρχές και τους φορείς Γενικής Κυβέρνησης να έχουν τη συνολική εικόνα αλλά και να αξιοποιούν με τον πλέον πρόσφορο τρόπο τα χρήματα αυτά σε χρόνους συντομότερους από τους σήμερα συνήθεις στην ποινική διαδικασία.

Άρθρο 1

Με την παράγραφο 1 ορίζεται ο κύκλος των αδικημάτων για τα οποία θα εφαρμοσθούν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις καθώς και τα θιγόμενα από αυτά πρόσωπα.. Ειδικότερα αφορά στα εγκλήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις:
α) του ν. 2523/1997,
β) του ν. 2960/2001,
γ) του ν. 2803/2000 ,
δ) του ν. 3691/2008,
ε) του ν.3213/2003,
στ) του ν.4022/2011,
ζ) του Ποινικού Κώδικα που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων τα οποία πραγματώθηκαν χωρίς βία ή απειλή και τελέστηκαν σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΟΤΑ και των κρατικών Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 ή του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005 , ή οποιουδήποτε άλλου φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, ή οποιασδήποτε ανεξάρτητης διοικητικής αρχής ή άλλης κρατικής αρχής, καθώς και η) από τις διατάξεις των άρθρων 256 και 258 του ΠΚ (απιστία και υπεξαίρεση σχετικά με την υπηρεσία) ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του ν. 1608/1950 (Α’ 301), και για τα οποία διατάσσεται από τις αρμόδιες αρχές ή τα αρμόδια δικαστικά όργανα η κατάσχεση ή η δέσμευση ή η απαγόρευση της κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή άνοιγμα θυρίδων. Στις περιπτώσεις αυτές η απαγόρευση ισχύει, κατά το υπάρχον νομικό πλαίσιο, από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοοικονομικό οργανισμό της διάταξης του αρμοδίου οργάνου της αρχής, του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται και το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου και των αναφερομένων σε αυτή νομικών προσώπων εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό. Με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται ότι η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα, διατάσσει την παρακατάθεση των μετρητών ή του υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες σε δεσμευμένο άτοκο λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ως δεσμευμένων χρηματικών απαιτήσεων κατά του υπόπτου ή του κατηγορούμενου, για λόγους ενιαίας και κεντρικής παρακολούθησης των σχετικών περιπτώσεων, αντί της διάσπαρτης τήρησης που υπάρχει σήμερα ανά κατηγορούμενο ή ύποπτο ή τραπεζικό λογαριασμό ή πιστωτικό ίδρυμα..

Με την παράγραφο 2 προβλέπεται ότι η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο, που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα διατάσει την απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο των δεσμευμένων χρημάτων κατά το χρόνο κατά τον οποίο η απαίτηση του καθίσταται εισπρακτέα είτε συνεπεία παρέλευσης της προθεσμίας αμφισβήτησης της σχετικής πράξης προσδιορισμού της προσδιορισμού της αξίωσης ή της ζημίας, εφ’ όσον έχει εκδοθεί τέτοια πράξη, είτε συνεπεία έκδοσης οριστικής δικαστικής απόφασης, στην περίπτωση έγερσης αμφισβήτησης κατά της πράξης αυτής (πχ καταλογιστικής πράξης οργάνων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των Οικονομικών Επιθεωρητών, των φορολογικών ή τελωνειακών οργάνων κλπ). Με αυτόν τον τρόπο αίρεται η υφιστάμενη στρέβλωση και η απόδοση στο Δημόσιο θα πάψει να καθυστερεί επί πολλά έτη (ακόμη και άνω της δεκαετίας) εν αναμονή της έκδοσης ποινικής απόφασης, η δε απόδοση θα γίνεται σε προγενέστερο χρόνο κατά τον οποίο προκύπτει κατά τα ανωτέρω η εισπρακτέα απαίτηση από την ίδια αιτία (πχ υπεξαίρεση).

Με την παράγραφο 3 προβλέπεται όμοια διαχείριση με την προηγούμενη παράγραφο και για τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με την διαφορά ότι για μεν τα νομικά πρόσωπα και τους φορείς που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο για την απόδοση απαιτείται, αντί για οριστική, τελεσίδικη δικαστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ενώ για την περίπτωση των νομικών προσώπων ή φορέων που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, απαιτείται εκτελεστός τίτλος με ισχύ δεδικασμένου κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.

Με την παράγραφο 4 θεσπίζεται η αναλογική ικανοποίηση των απαιτήσεων των προσώπων της παραγράφου 1 εφόσον σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 αυτές προβάλλονται ταυτόχρονα.

Με την παράγραφο 5 διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις της απόδοσης που περιγράφονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν επηρεάζεται η ποινική μεταχείριση του υπόπτου ή του κατηγορούμενου.

Με τις παραγράφους 6 και 7 προβλέπεται ρητά η προστασία των δικαιωμάτων τρίτων επί των δεσμευθέντων εφόσον αυτά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (αστικού, εμπορικού ή ειδικές), είναι επικρατέστερα της δέσμευσης ή κατάσχεσης καθώς και η έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών από τους αρμόδιους φορείς .

Με την παράγραφο 8 ρυθμίζεται η εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία ποσά τα οποία αποδόθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα και τους φορείς της παραγράφου 1 έναντι εισπρακτέας απαιτήσεώς τους παρακατατίθενται εκ νέου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, λόγω του ότι η απαίτηση αυτή έπαψε να είναι εισπρακτέα (πχ αποδοχή ένδικου μέσου ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου).

Άρθρο 2

Με την παράγραφο 1 παρέχεται η δυνατότητα στον ύποπτο ή κατηγορούμενο και σε οποιονδήποτε τρίτο, που ενεργεί με εντολή και για λογαριασμό του, να καταβάλουν το συνολικό ποσό της ζημίας ή αξίωσης , όπως αυτή καθορίζεται στο κατηγορητήριο , στο κλητήριο θέσπισμα ή στο βούλευμα . Η καταβολή γίνεται με ανέκκλητη έγγραφη δήλωση τους και προς πλήρη ικανοποίηση του Δημοσίου και των προσώπων ή φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 1, έχει ως απώτερο χρόνο την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και γίνεται με χρήματα τα οποία δεν είναι δεσμευμένα ή κατασχεμένα με οποιονδήποτε τρόπο, ή από οποιαδήποτε αιτία. Η κατάθεση των χρημάτων γίνεται σε δεσμευμένο λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ως δεσμευμένων χρηματικών απαιτήσεων κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου. Η απόδοση των εν λόγω χρημάτων στο Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα ή τους φορείς του άρθρου 1 θα γίνει εν συνεχεία κατά τα αναφερόμενα στο ίδιο άρθρο (κτήση εισπρακτέας απαίτησης) ή κατά το χρόνο έκδοσης τελεσίδικης καταδικαστικής ποινικής απόφασης κατά τις κείμενες διατάξεις.

Με την παράγραφο 2 προβλέπεται η δυνατότητα ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ή τρίτος σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί δέσμευση, κατάσχεση ή απαγόρευση κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, ο ίδιος και σε περίπτωση κοινών λογαριασμών και ο συνδικαιούχος αυτών να μπορούν να συναινέσουν, με ανέκκλητη έγγραφη δήλωσή τους, στην απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα ή τους φορείς του άρθρο 1, των δεσμευμένων ή κατασχεμένων ή των μετρητών που αφορούν σε απαγόρευση κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή θυρίδων. Η πρόβλεψη αυτή ορίζεται ότι έχει νόημα και αναπτύσσει έννομες συνέπειες μόνο εφ’ όσον κατά το χρόνο της υποβολής της ανωτέρω δήλωσής δεν υφίσταται ήδη εισπρακτέα απαίτησή ή εκτελεστός τίτλος του Ελληνικού Δημοσίου και των νομικών προσώπων ή φορέων του άρθρου 1, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Εφ’ όσον, αντίθετα, υπάρχει ήδη εισπρακτέα απαίτηση ή εκτελεστός τίτλος, η απόδοση δεν επέρχεται ως συνέπεια της συναίνεσης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου αλλά της προϋπάρχουσας αυτής απαίτησης και επομένως τυχόν παροχή συναίνεσης είναι αδιάφορη νομικά . Στην περίπτωση κατά την οποία η απόδοση είναι απόρροια της συναίνεσης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα ή οι φορείς του άρθρου 1, μετά τη δήλωση, δέχονται την απόδοση των δεσμευμένων χρημάτων σε πλήρη ικανοποίηση της ζημίας ή της αξίωσης τους . και το αρμόδιο όργανο αίρει την κατάσχεση , τη δέσμευση ή την απαγόρευση που έχει τεθεί και διατάσσει την απόδοση τους και του τυχόν υπερβάλλοντος ποσού στο δικαιούχο αυτού.

Με την παράγραφο 3 ορίζεται πρώτον, η έννοια της ολοσχερούς απόδοσης του ποσού το οποίο ο ύποπτος, ο κατηγορούμενος ή τρίτος προσφέρει κατά την πρώτη και δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου και δεύτερον, ο περιορισμός ότι το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό πρέπει να είναι ελεύθερο από επικρατέστερα κατά τις κείμενες διατάξεις δικαιώματα τρίτων επί των μετρητών ή των τραπεζικών λογαριασμών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του αστικού ή εμπορικού δικαίου ή άλλες ειδικές διατάξεις.

Με την παράγραφο 4 ρυθμίζεται η ποινική μεταχείριση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου που ενεργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω παραγράφους, ήτοι στην περίπτωση κατά την οποία αυτός αποδίδει χρήματα τα οποία δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψη της αρμόδιας αρχής και δεν έχουν υποβληθεί σε δέσμευση, κατάσχεση κλπ είτε χρήματα για τα οποία δεν υφίσταται, ήδη, κατά το χρόνο υποβολής της ανέκκλητης δήλωσης, εισπρακτέα απαίτησή ή εκτελεστός τίτλος του Δημοσίου ή νομικού προσώπου ή φορέα της παραγράφου 1 αντίστοιχα. (Έχει ήδη αναφερθεί ότι εφ’ όσον υπάρχει ήδη εισπρακτέα απαίτηση ή εκτελεστός τίτλος, η όποια παροχή συναίνεσης είναι αδιάφορη νομικά και επομένως δεν επηρεάζει την ποινική μεταχείριση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου). Η ποινική αυτή μεταχείριση , στις προηγούμενες περιπτώσεις, παραλλάσσει ανάλογα με το στάδιο της ποινικής διαδικασίας κατά το οποίο λαμβάνει χώρα η ικανοποίηση του παθόντος. Έτσι αυτή γίνεται αρκούντως επιεικής αν η ικανοποίηση λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή, αυστηρότερη δε αν αυτή λάβει χώρα μετά την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας της πρωτοβάθμιας δίκης, για να μην αποτελέσει η ευχέρεια που του δίνεται αντικείμενο καιροσκοπισμού.

Με την παράγραφο 6 διατηρείται ο κακουργηματικός χαρακτήρας των πράξεων που ο κατηγορούμενος έχει τελέσει, ακόμα και αν έχει υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις και η πράξη του τιμωρείται πλέον ως πλημμέλημα.

Με την παράγραφο 6 επεκτείνεται η επιτυχής στη σύλληψή της διάταξη των άρθρων 384 και 406 Α του Ποινικού Κώδικα και στα πλημμελήματα των αναφερόμενων στο άρθρο 1 ποινικών διατάξεων .

Με την παράγραφο 7 προβλέπεται ότι σε περίπτωση συμμετοχής περισσοτέρων στο έγκλημα, επιφυλάσσεται και στους υπόλοιπους που συμφωνούν η ίδια επιεικής μεταχείριση, σε περίπτωση που λάβει χώρα πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος από έναν ή ορισμένους από τους περισσότερους συμμέτοχους.

Άρθρο 3

Με το άρθρο 3 προστατεύεται σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να συμμετάσχει στη δίκη και να επιδιώκει την ικανοποίηση των μη περιουσιακών αξιώσεών του.

Άρθρο 4

Με το άρθρο 4 προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή των άρθρων 1 και 2 του σχεδίου νόμου. Βασική επιλογή της ρύθμισης είναι να εξαιρέσει τα πολιτικά πρόσωπα, λόγω της ιδιαίτερης απαξίας των αδικημάτων του άρθρου 1 που τελούνται από αυτά.

Άρθρο 5

Στο άρθρο 5 καθορίζονται τα αρμόδια δικαστικά όργανα που επιλαμβάνονται των οριζομένων στα άρθρα 1 και 2 .

Άρθρο 6

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 ρυθμίζεται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σε περίπτωση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης να καθορίσει το ύψος της αξίωσης ή της ζημίας και να οριστικοποιήσει την απόδοση των χρημάτων στο Ελληνικό Δημόσιο ή στο δικαιούχο πρόσωπο ή φορέα του άρθρου 1, αν δε αυτά είναι περισσότερα να καθορίσει και το ακριβές ποσό για το κάθε ένα. Με την παράγραφο 2 θεσπίζεται, σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής ή αθώωσης, η έντοκη επιστροφή των χρηματικών ποσών στις περιπτώσεις που αυτά έχουν αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα ή τους φορείς του άρθρου 1, εκτός εάν υφίσταται ήδη αξίωση τους η οποία εδράζεται στην ίδια ή άλλη αιτία, η οποία μπορεί να συμψηφιστεί κατά τους όρους που περιγράφονται. Τέλος, ακόμη και στην περίπτωση της παύσης οριστικά της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής ή για οποιοδήποτε άλλο μη ουσιαστικό λόγο (πχ έλλειψη δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων κλπ) το ποινικό δικαστήριο αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με την ύπαρξη αξίωσης των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και ανάλογα διατάσσει την απόδοση των σχετικών ποσών στους δικαιούχους.

Άρθρο 7

Το άρθρο 7 παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την παρακατάθεση.

Άρθρο 8

Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 ρυθμίζει ζητήματα μεταβατικού χαρακτήρα, ορίζοντας ότι στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δεσμεύσεις, κατασχέσεις, απαγορεύσεις κλπ διατάσσεται η παρακατάθεση των μετρητών ή του υπολοίπου λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες, σε δεσμευμένο άτοκο λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Για τις υποθέσεις, όμως, στις οποίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υφίσταται εισπρακτέα απαίτηση ή εκτελεστός τίτλος του Δημοσίου ή νομικού προσώπου ή φορέα της παραγράφου 1 του άρθρου 1, κατά τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού, διατάσσεται και η απόδοση σ’ αυτούς των μετρητών ή του υπολοίπων λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες. Σε περίπτωση κατά την οποία κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι (Δημόσιο, νπδδ, λοιποί φορείς) με δική του εισπρακτέα απαίτηση ή εκτελεστό τίτλο έκαστος, η απόδοση γίνεται κατά το λόγο της ζημίας ή της αξίωσης τους.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 ρυθμίζει τα ζητήματα της ευνοϊκής ποινικής αντιμετώπισης του υπόπτου η κατηγορουμένου στις περιπτώσεις που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου αυτός συναινεί στην απόδοση στο Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα ή τους φορείς του άρθρου 1 χρημάτων τα οποία είτε δεν είναι δεσμευμένα ή κατασχεμένα κλπ είτε είναι μεν δεσμευμένα ή κατασχεμένα κλπ, χωρίς ωστόσο κατά το χρόνο της υποβολής της δήλωσης να υπάρχει ήδη εισπρακτέα απαίτηση ή εκτελεστός τίτλος (οπότε η απόδοση δεν είναι συνέπεια της συναίνεσης και δεν συντρέχει περίπτωση ευνοϊκής ποινικής μεταχείρισης), και ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις των υποπεριπτώσεων ββ των περιπτώσεων α, β και γ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 (ευνοϊκή ποινική μεταχείριση) εφαρμόζονται αναλογικά ακόμη και στις υποθέσεις α) στις οποίες έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση σε πρώτο βαθμό, εφόσον λάβουν χώρα τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή β) έχει ξεκινήσει η διαδικασία, είτε στο πρωτοβάθμιο είτε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον λάβουν χώρα τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Άρθρο 9

Το άρθρο 9 αναφέρει τις καταργούμενες και τις διατηρούμενες σε ισχύ διατάξεις.

Αθήνα, 17.11.2014

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γ.ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Χ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «Ρύθμιση δεσμευμένων ή κατασχεμένων χρηματικών απαιτήσεων και μετρητών»

Άρθρο 1

1. Στα εγκλήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις:
α) του ν.2523/1997 (Α’ 179),
β) του ν.2960/2001 (Α’ 265),
γ) του ν.2803/2000 (Α’ 48),
δ) του ν.3691/2008 (Α’ 166),
ε) του ν.3213/2003 (Α’ 309),
στ) του ν.4022/2011 (Α’ 219),
ζ) του Ποινικού Κώδικα που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων τα οποία πραγματώθηκαν χωρίς βία ή απειλή και τελέσθηκαν σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ο.Τ.Α. ή οποιουδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 (Α’ 22) ή του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α’ του ν.3429/2005 ή οποιουδήποτε άλλου φορέα της Γενικής Κυβέρνησης ή οποιασδήποτε ανεξάρτητης διοικητικής αρχής ή άλλης κρατικής αρχής, καθώς και η) από τις διατάξεις των άρθρων 256 και 258 του Ποινικού Κώδικα (απιστία και υπεξαίρεση σχετικά με την υπηρεσία), ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής του ν.1608/1950 (Α’ 301), σε περίπτωση κατάσχεσης, δέσμευσης, απαγόρευσης κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα, διατάσσει την παρακατάθεση των μετρητών, του υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες, σε δεσμευμένο άτοκο λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ως δεσμευμένων χρηματικών απαιτήσεων κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν και στα συναφή με όλα τα ανωτέρω εγκλήματα, που τελέστηκαν με σκοπό τη διευκόλυνση τέλεσης ή τη συγκάλυψη αυτών.

2. Εάν τα εγκλήματα της παραγράφου 1 έχουν τελεστεί σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων αυτού, η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο, που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα, διατάσσει την απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο των μετρητών ή του υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών η των
μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες, συνυπολογιζομένων των τόκων, των προσαυξήσεων και των προστίμων, και μέχρι του συνολικού ποσού αυτών, έναντι της προσδιορισθείσας οφειλής ή ζημίας τους, κατά το χρόνο κατά τον οποίο η απαίτηση του Δημοσίου καθίσταται εισπρακτέα , είτε συνεπεία παρέλευσης της προθεσμίας αμφισβήτησης (διοικητικής ή δικαστικής) της σχετικής πράξης προσδιορισμού της είτε συνεπεία έκδοσης σχετικής οριστικής δικαστικής απόφασης στην περίπτωση έγερσης αμφισβήτησης.

3. Εάν τα ίδια ως άνω εγκλήματα έχουν τελεστεί σε βάρος των λοιπών, πλην του Ελληνικού Δημοσίου, αναφερομένων στην παράγραφο 1 νομικών προσώπων ή φορέων ή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας ή των περιουσιακών δικαιωμάτων αυτών, η κατά την προηγούμενη παράγραφο απόδοση γίνεται κατά το χρόνο κατά τον οποίο η απαίτηση τους καθίσταται εισπρακτέα, είτε συνεπεία παρέλευσης της προθεσμίας αμφισβήτησης της σχετικής πράξης προσδιορισμού της, είτε συνεπεία έκδοσης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, στην περίπτωση έγερσης αμφισβήτησης. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων ή φορέων της παραγράφου 1, που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, για την, κατά τα προηγούμενα, απόδοση απαιτείται η έκδοση εκτελεστού τίτλου με ισχύ δεδικασμένου, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

4. Σε περίπτωση κατά την οποία προβάλλονται ταυτόχρονα απαιτήσεις από περισσότερα από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 πρόσωπα, η απόδοση διενεργείται κατά το λόγο της ζημίας ή της αξίωσης.

5. Η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 δεν επηρεάζει την ποινική μεταχείριση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου.

6. Στις κατά τις προηγούμενες παραγράφους περιπτώσεις παρακατάθεσης ή απόδοσης των μετρητών ή του περιεχομένου των τραπεζικών λογαριασμών, δεν θίγονται τα επικρατέστερα δικαιώματα τρίτων επί των μετρητών ή των τραπεζικών λογαριασμών, τα οποία είχαν τυχόν αποκτηθεί με βάση κείμενες διατάξεις.

7. Κατά την σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους παρακατάθεση ή απόδοση των μετρητών ή του περιεχομένου των τραπεζικών λογαριασμών, το πιστωτικό ίδρυμα που διενεργεί την παρακατάθεση ή την απόδοση, παραδίδει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή, κατά περίπτωση, στο Ελληνικό Δημόσιο ή στο οικείο νομικό πρόσωπο ή φορέα της παρ. 1, πιστοποιητικό περί των αξιώσεων τρίτων επ’ αυτών, μαζί με όλα τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Την ίδια υποχρέωση έχει και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά την απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο ή στο οικείο νομικό πρόσωπο ή φορέα μετρητών ή υπολοίπων τραπεζικών λογαριασμών που τηρούνται σ’ αυτό.

8. Εάν μετά την, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, απόδοση των μετρητών ή του υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών ή των μετρητών, που περιέχονται σε θυρίδες, οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου ή του νομικού προσώπου ή φορέα της παρ. 1 έπαψαν, για οποιοδήποτε λόγο, να είναι κατά τις κείμενες διατάξεις εισπρακτέες , εφ’ όσον δεν έχει ήδη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, τα αποδοθέντα ποσά, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, παρακατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.

Άρθρο 2
Συνέπειες από την πλήρη ικανοποίηση του παθόντος

1. Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος για την τέλεση των εγκλημάτων του άρθρου 1 και οποιοσδήποτε τρίτος που ενεργεί με εντολή και για λογαριασμό του, μπορούν, με ανέκκλητη έγγραφη δήλωσή τους προς τον εισαγγελέα, τον ανακριτή ή το Δικαστικό Συμβούλιο, κατά περίπτωση, να καταβάλουν το συνολικό ποσό της οριζόμενης στο κατηγορητήριο, στο κλητήριο θέσπισμα ή στο βούλευμα ζημίας ή αξίωσης, προς πλήρη ικανοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου ή των νομικών προσώπων ή φορέων του άρθρου 1, και, σε περίπτωση περισσοτέρων ζημιωθέντων ή εχόντων αξίωση, του συνόλου αυτών, από κεφάλαια στα οποία δεν έχει επιβληθεί κατάσχεση, δέσμευση ή απαγόρευση κίνησης λογαριασμών. Η πλήρης ικανοποίηση, μπορεί να γίνει μέχρι και την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, με την κατάθεση των χρημάτων σε δεσμευμένο άτοκο λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ως δεσμευμένων χρηματικών απαιτήσεων κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου. Η απόδοσή τους στο Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα ή τους φορείς του άρθρου 1 γίνεται κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό.

2. Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος για την τέλεση των εγκλημάτων του άρθρου 1 ή τρίτος, σε βάρος των οποίων έχει επιβληθεί ή διαταχθεί δέσμευση, κατάσχεση ή απαγόρευση κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, ο ίδιος και σε περίπτωση κοινών λογαριασμών και οι συνδικαιούχοι αυτών, μπορούν, με ανέκκλητη έγγραφη δήλωση τους προς τον εισαγγελέα, τον ανακριτή, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, να συναινέσουν στην οριστική απόδοση στο Ελληνικό Δημόσιο και στα νομικά πρόσωπα ή στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 1, και προς πλήρη ικανοποίηση αυτών, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, του ποσού της οριζόμενης στο κατηγορητήριο, το κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα ζημίας ή αξίωσης τους, για το οποίο έχει επιβληθεί ή διαταχθεί δέσμευση, κατάσχεση ή απαγόρευση κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, εφ’ όσον κατά το χρόνο της υποβολής της δήλωσής τους δεν υφίσταται ήδη εισπρακτέα απαίτησή τους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 1. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου διατάσσεται από το ανωτέρω αρμόδιο όργανο η άρση της κατάσχεσης, της δέσμευσης ή της απαγόρευσης και η καταβολή του ως άνω οριζομένου ποσού στο Ελληνικό Δημόσιο και τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ή φορείς και του τυχόν υπερβάλλοντος στον δικαιούχο αυτού, με την επιφύλαξη των προβλέψεων της παραγράφου 6 του άρθρου 1.

3. Ως πλήρης ικανοποίηση, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, νοείται η ολοσχερής απόδοση του ποσού της οριζόμενης στο κατηγορητήριο, στο κλητήριο θέσπισμα ή στο βούλευμα, ζημίας ή αξίωσης ενός εκάστου νομικού προσώπου ή φορέα του άρθρου 1, η οποία προέρχεται από την τέλεση των ερευνώμενων εγκλημάτων. Το αποδιδόμενο με την ανέκκλητη έγγραφη δήλωση ποσό πρέπει να είναι ελεύθερο από επικρατέστερα, κατά τις κείμενες διατάξεις, δικαιώματα τρίτων επί των μετρητών ή των τραπεζικών λογαριασμών.

4. Στις περιπτώσεις της, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 πλήρους ικανοποίησης του ζημιωθέντος και, σε περίπτωση περισσοτέρων, του συνόλου αυτών, επιβάλλονται στον κηρυχθέντα ένοχο οι εξής ποινές: α) Αν η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι μέχρι ισόβια κάθειρξη, επιβάλλεται: αα) κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και ββ) κάθειρξη μέχρι δεκαπέντε (15) έτη , αν η ικανοποίηση τους
λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στην πρωτοβάθμια δίκη, β) αν η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι κάθειρξη άνω των δέκα (10) ετών επιβάλλεται: αα) φυλάκιση, αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και ββ) φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών, αν η ικανοποίηση τους λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στην πρωτοβάθμια δίκη και γ) αν η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή είναι κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, επιβάλλεται: αα) φυλάκιση μέχρι δύο (2) έτη, αν η ικανοποίηση των ανωτέρω προσώπων λάβει χώρα μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου στον ανακριτή και ββ) φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη, αν η ικανοποίηση τους λάβει χώρα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στην πρωτοβάθμια δίκη.

5. Ο κακουργηματικός χαρακτήρας των πράξεων του άρθρου 1 εξακολουθεί να παραμένει ακόμα και στην περίπτωση πρόβλεψης ποινής φυλάκισης.

6. Επί πλημμελημάτων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 384 και 406 Α του Ποινικού Κώδικα.

7. Σε περιπτώσεις συμμετοχής, η κατά τα ανωτέρω πλήρης ικανοποίηση από έναν ή ορισμένους εκ των περισσοτέρων συμμετεχόντων, ωφελεί και τους υπόλοιπους που συμφωνούν. Ο συμμέτοχος που δεν συμφωνεί, δεν υπάγεται στις ανωτέρω ρυθμίσεις.

Άρθρο 3

Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 δεν επηρεάζει κατά οιονδήποτε τρόπο την προβολή και την ικανοποίηση των μη περιουσιακών αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος, καθώς και τα δικαιώματα αυτού.

Άρθρο 4
Εξαιρέσεις

Οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 δεν εφαρμόζονται, αν ο δράστης των πράξεων, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, είχε την ιδιότητα του Πρωθυπουργού, Υπουργού, Αναπληρωτή Υπουργού, Υφυπουργού, Βουλευτή, Ευρωβουλευτή, Γενικού και Ειδικού Γραμματέα, Περιφερειάρχη, Αντιπεριφερειάρχη, Δημάρχου, Αντιδημάρχου ή αν τα πρόσωπα αυτά συμμετείχαν στην διάπραξη των εγκλημάτων.

Άρθρο 5

Στις υποθέσεις του άρθρου 1, για τις οποίες έχει εκδοθεί παραπεμπτικό βούλευμα, αρμόδιο να διατάξει τα οριζόμενα στα άρθρα 1 και 2 είναι το κατά περίπτωση Δικαστικό Συμβούλιο. Εάν η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, αρμόδιος είναι ο Ανακριτής. Μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας αρμόδιο είναι το Δικαστήριο που έχει επιληφθεί.

Άρθρο 6
Απόδοση χρημάτων με δικαστική απόφαση

1. Σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης το Δικαστήριο καθορίζει το ύψος της ζημίας ή της αξίωσης, καθώς και το πρόσωπο σε βάρος του οποίου τελέστηκε το οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 αδικήματα. Εφόσον ζημιωθέν πρόσωπο είναι το Ελληνικό Δημόσιο και οποιοδήποτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 νομικά πρόσωπα ή φορείς, το Δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την οριστική απόδοση του ισόποσου της ζημίας ή της αξίωσης εκ των κατασχεθέντων ή κατατεθέντων χρημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 αντίστοιχα. Σε περίπτωση περισσοτέρων εκ των αναφερομένων στο άρθρο 1 προσώπων , το δικαστήριο διατάσσει την οριστική απόδοση κατά το λόγο της ζημίας ή της αξίωσης τους.

2. Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής ή αθώωσης διότι δεν αποδείχθηκε η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, αποδίδονται στους δικαιούχους εντόκως τα χρήματα που έχουν αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε οποιοδήποτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 νομικά πρόσωπα ή φορείς, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 του άρθρου 1 και 1 και 2 του άρθρου 2, εκτός εάν υπάρχει, αξίωση κατά του αθωωθέντος που είναι δυνατόν να συμψηφιστεί, είτε αυτή εδράζεται στην ίδια είτε σε άλλη αιτία.

3. Εφ’ όσον η ποινική δίωξη πάψει λόγω παραγραφής ή για οποιοδήποτε άλλο μη ουσιαστικό λόγο το Συμβούλιο ή το Δικαστήριο αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με την ύπαρξη αξίωσης και διατάσσει την απόδοση των σχετικών ποσών στους ζημιωθέντες. Το επιτόκιο του πρώτου εδαφίου ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Άρθρο 7
Εξουσιοδοτική διάταξη

1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται, ο τρόπος, η διαδικασία και ο χρόνος απόδοσης των χρηματικών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και των λοιπών φορέων του άρθρου 1, τα σχετικά με την παρακατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και τον τρόπο απόδοσης και διαφύλαξης από αυτό των χρηματικών ποσών και των εγγράφων που αφορούν δικαιώματα τρίτων, ο τύπος των πιστοποιητικών, τα σχετικά με την επιστροφή των χρηματικών ποσών στους δικαιούχους, οι απαιτούμενες ηλεκτρονικές διαδικασίες και κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων.

2. Με όμοια απόφαση καθορίζεται η διαδικασία ανοίγματος και καταγραφής του περιεχομένου θυρίδων για τις οποίες έχει επιβληθεί ή διαταχθεί δέσμευση, κατάσχεση ή το άνοιγμά τους.

Άρθρο 8
Μεταβατικές διατάξεις

1. Στις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η αρχή ή το δικαιοδοτικό όργανο που εξέδωσε την οικεία απόφαση, διάταξη ή βούλευμα κατάσχεσης, δέσμευσης, απαγόρευσης κίνησης τραπεζικών λογαριασμών, ή ανοίγματος θυρίδων, ή ο Ανακριτής ή το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο που έχει επιληφθεί διατάσσει την παρακατάθεση των μετρητών ή των υπολοίπων λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες, σε δεσμευμένο άτοκο λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ως δεσμευμένων χρηματικών απαιτήσεων κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 1 και 2. Για τις υποθέσεις, όμως, στις οποίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υφίσταται εισπρακτέα απαίτηση ή εκτελεστός τίτλος του Δημοσίου ή νομικού προσώπου ή φορέα της παραγράφου 1 του άρθρου 1, κατά τα αναφερόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού, διατάσσεται η απόδοση των μετρητών ή των υπολοίπων λογαριασμών ή των μετρητών που περιέχονται σε θυρίδες. Σε περίπτωση κατά την οποία κατά την έναρξη ισχύος του νόμου υπάρχουν περισσοτέροι δικαιούχοι η απόδοση γίνεται κατά το λόγο της ζημίας ή της αξίωσης τους.

2. Οι ρυθμίσεις των υποπεριπτώσεων ββ των περιπτώσεων α, β και γ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 εφαρμόζονται αναλογικά και στις υποθέσεις στις οποίες δεν συντρέχουν τα αναφερόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και , κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου: α) έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση σε πρώτο βαθμό, εφόσον λάβουν χώρα τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή β) έχει ξεκινήσει η διαδικασία, είτε στο πρωτοβάθμιο είτε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον λάβουν χώρα τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Άρθρο 9
Τελικές διατάξεις

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 18 παρ. 3 του ν. 2523/1997, όπως ισχύει. Η διάταξη του άρθρου 158 του ν. 2960/2001 διατηρείται σε ισχύ.

Αθήνα, 17.11.2014

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γ.ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Χ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ