Ολίγα (ελάχιστα…) περί οικονομικής ανισότητας

11 Νοεμβρίου 2014 Κλείσιμο Από Alexandros

Του Συμεών Ρωμύλου

«Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Γάλλου οικονομολόγου Thomas Piketty,  που εκδόθηκε στη Γαλλία το 2013 και κυκλοφόρησε σε Αγγλική μετάφραση τον Απρίλιο του 2014. Έγινε αμέσως  best seller και στο Google υπάρχουν άφθονες σχετικές πληροφορίες – και στα Ελληνικά.

Ο συγγραφέας ξεκινάει την «Εισαγωγή» αναρωτώμενος «τί, πραγματικά, γνωρίζουμε για τη μακροχρόνια εξέλιξη της διανομής του παραγόμενου πλούτου, ενός από τα πλέον συζητούμενα και επίμαχα ζητήματα; Τι πραγματικά γνωρίζουμε για το πώς ο πλούτος και το εισόδημα έχουν εξελιχθεί  από τον 18ο αιώνα έως σήμερα και τι μαθήματα μπορούμε να διδαχθούμε από αυτή τη γνώση, για τον αιώνα που διανύουμε; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που προσπαθώ να απαντήσω σε αυτό το βιβλίο. Διευκρινίζω αμέσως ότι οι απαντήσεις που περιέχονται εδώ δεν είναι τέλειες. Αλλά βασίζονται σε πολύ περισσότερα ιστορικά και συγκριτικά στοιχεία από όσα […] στο παρελθόν.»

Νομίζω ότι το αξιοσημείωτο δεν είναι τόσο ο, όντως, εντυπωσιακός όγκος δεδομένων που έχει συγκεντρώσει, όσο η προσέγγιση του θέματος. Όπως θα δούμε στο τέλος, το βιβλίο κλείνει με αναφορά στη συγκέντρωση δεδομένων ως τρόπο να ασχολείται κανείς με τις θεωρητικές επιστήμες. Για να δώσω μία όσο το δυνατόν λιγότερο ελλιπή εικόνα (πρόκειται για βιβλίο <600 σελίδων)  παραθέτω μερικά από όσα αναφέρει, κατ ανάγκην αποσπασματικά – και περίπου «τηλεγραφικά». Χρησιμοποιώ «εισαγωγικά» μόνο όταν θέλω να επισημάνω ότι πρόκειται για αυτολεξεί μετάφραση και πρώτο πρόσωπο για τα ελάχιστα δικά μου σχόλια.

Δύο παρατηρήσεις να έχετε κατά νουν κατά την ανάγνωση:

1. Πουθενά  στο βιβλίο ο Piketty δεν ασχολείται μεθοδικά με το αν και υπό ποιες ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ συνθήκες ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ η ανισότητα. Τελείως παρεμπιπτόντως, αναφέρει ότι η ανισότητα  στους μισθούς σχετίζεται με τις δεξιότητες και την προσπάθεια. Επίσης, φαίνεται να αποφεύγει συνειδητά να αναφερθεί στο ρίσκο ως παράγοντα διαφοροποίησης της απόδοσης του κεφαλαίου.

2. Ενώ αναφέρει τί έχει προκαλέσει αύξηση ή μείωση της ανισότητας, διαχρονικά, και θεωρεί ότι, πχ.,  δεν υπάρχει «οικονομική αιτιοκρατία σχετικά με την ανισότητα εισοδημάτων και πλούτου», ή, «δεν υπάρχουν θεμελιώδη αίτια που κάνουν τις αποδόσεις κεφαλαίου υψηλότερες από τους ρυθμούς οικονομικούς ανάπτυξης» δέχεται, την ίδια στιγμή, ότι, «η οικονομία της αγοράς, περιέχει ισχυρές δυνάμεις σύγκλισης […] όμως περιέχει επίσης και ισχυρές δυνάμεις απόκλισης.»

Το παραγόμενο προϊόν, είτε το παγκόσμιο είτε της μικρότερης οικονομικής μονάδος,  διανέμεται  σε εισόδημα της εργασίας και σε εισόδημα του κεφαλαίου. Tο εισόδημα της εργασίας περιλαμβάνει τις άμεσες αμοιβές της, δηλαδή μισθούς και ημερομίσθια, αλλά και αμοιβές εκτός μισθοδοσίας των κάθε είδους αυτοαπασχολούμενων (επιχειρηματίες, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι, κλπ., κλπ.) Το εισόδημα του κεφαλαίου περιλαμβάνει οποιοδήποτε εισόδημα προέρχεται από την ιδιοκτησία κεφαλαίου, ανεξάρτητα από την νομική κατάταξή του, όπως, ενοίκια, μερίσματα, τόκοι, κέρδη, royalties, υπεραξίες κάθε είδους (μετοχών, ακίνητης περιουσίας κλπ.)

Η ανισότητα που προκύπτει από την «πρωτογενή διανομή» του εισοδήματος (προ φόρων)  μπορεί να είναι είτε μεγαλύτερη είτε μικρότερη μετά την αναδιανομή μέσω του φορολογικού συστήματος. (Πιθανολογώ ότι, στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούν οι έμμεσοι φόροι κλπ, θα μπορούσε η ανισότητα να είναι μεγαλύτερη μετά τη φορολόγηση… .) Τόσο η δομή όσο και το εύρος της ανισότητας, παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές από περίοδο σε περίοδο και από χώρα σε χώρα.  (βλ. πίνακες, πιο κάτω)

Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν  αυτές οι καινοφανείς ιστορικές πηγές είναι, ότι θα πρέπει κανείς να είναι επιφυλακτικός, ως προς κάποια οικονομική αιτιοκρατία σχετικά με την ανισότητα εισοδημάτων και πλούτου. Η ιστορία της διανομής του πλούτου υπήρξε πάντοτε βαθιά πολιτική και δεν μπορεί να υποβιβασθεί σε καθαρά οικονομικούς μηχανισμούς. Ειδικότερα, η μείωση της ανισότητας που έλαβε χώρα μεταξύ 1910 και 1950 στις ανεπτυγμένες χώρες ήταν, πάνω απ όλα, αποτέλεσμα του πολέμου και των πολιτικών που υιοθετήθηκαν για να αντιμετωπιστούν τα σοκ του πολέμου. Παρομοίως, η αναζωπύρωση της ανισότητας μετά το 1980 οφείλεται κυρίως στις πολιτικές μετατοπίσεις των τελευταίων δεκαετιών.

Ποτέ δεν υπήρξε βαθμιαία, συναινετική εξέλιξη προς λιγότερη ανισότητα, χωρίς συγκρούσεις. Τον 20ο αιώνα ήταν ο πόλεμος και όχι αρμονικός, δημοκρατικός ή οικονομικός ορθολογισμός, που έσβησε το παρελθόν και έδωσε στην κοινωνία τη δυνατότητα για ένα νέο, καθαρό ξεκίνημα.

«Το συμπέρασμα ήδη προκύπτει ξεκάθαρα: είναι αυταπάτη να θεωρηθεί ότι κάτι στη φύση της σύγχρονης ανάπτυξης ή στους νόμους της οικονομίας της αγοράς διασφαλίζει ότι η ανισότητα στον πλούτο θα μειωθεί και θα επιτευχθεί αρμονική σταθερότητα.»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάπτυξη μιας Μεσαίας Τάξης, μέσω κληρονομιάς, ήταν η κύρια δομική μεταμόρφωση της διανομής του πλούτου, τον 20ο αιώνα. Η ανάδειξη αυτής της μεσαίας τάξης ήταν μία σπουδαία, αν και εύθραυστη, ιστορική καινοτομία και θα ήταν μέγα λάθος να υποτιμηθεί η σημασία της. Παρόλα αυτά, δεν είναι τόσο ουσιαστική όσο νομίζουν ούτε εγγυημένο ότι δεν θα αντιστραφεί. (Όπως ήδη βλέπουμε να συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά και αλλού… .)

Για να κρίνουμε την ανισότητα σε μία κοινωνία δεν αρκεί να διαπιστώσουμε ότι κάποιοι κερδίζουν πολλά ή έχουν πολλά. Η ύπαρξη μισθών  μεταξύ 1 και 10 ή ακόμη μεταξύ 1 και 100 δεν μας λέει και πολλά για την ανισότητα στους μισθούς. Χρειάζεται να γνωρίζουμε και πόσοι ανήκουν στις διάφορες κατηγορίες. Έτσι, οι δείκτες του άνω 10% και του ανώτατου 1% των πιο υψηλόμισθων ή των πιο πλούσιων μας βοηθούν να κατανοήσουμε το βαθμό της ανισότητας γιατί μας πληροφορούν όχι μόνο ότι υπάρχουν κάποιοι προνομιούχοι ή πολύ προνομιούχοι αλλά πόσοι και πόσο προνομιούχοι είναι.

Προσέξτε στους δύο πίνακες, πιο κάτω, πόσο αυξάνει το μερίδιο στο συνολικό εισόδημα (εργασίας και κεφαλαίου) των πιο πλούσιων, (με αντίστοιχη μείωση του μεριδίου των άλλων τάξεων) σε σύγκριση με το εισόδημα μόνο της εργασίας.

Προσέξτε, πιο κάτω, ότι η ανισότητα πλούτου είναι μεγαλύτερη από την ανισότητα του εισοδήματος.

«Το γενικό συμπέρασμα αυτής της μελέτης είναι ότι μία οικονομία της αγοράς, που βασίζεται στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, εάν αφεθεί μόνη της περιέχει ισχυρές δυνάμεις σύγκλισης, που σχετίζονται ιδιαιτέρως με τη διάχυση της γνώσης και των δεξιοτήτων. Όμως περιέχει επίσης και ισχυρές δυνάμεις απόκλισης, που είναι δυνητικά απειλητικές για τις δημοκρατικές κοινωνίες και τις αξίες κοινωνικής δικαιοσύνης πάνω στις οποίες βασίζονται.»

Η βασική αποσταθεροποιητική δύναμη βρίσκεται στο γεγονός ότι η απόδοση του κεφαλαίου, r, μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, g, για μακρές περιόδους.

«Η ανισότητα  r>g σημαίνει ότι ο σωρευμένος πλούτος αναπτύσσεται ταχύτερα από την παραγωγή και τους μισθούς. […] Άπαξ και δημιουργηθεί, το κεφάλαιο αναπαράγεται πιο γρήγορα από την αύξηση της παραγωγής. Το παρελθόν καταπίνει το μέλλον.» (!)

Δεν υπάρχουν θεμελιώδη αίτια που κάνουν τις αποδόσεις κεφαλαίου υψηλότερες από τους ρυθμούς οικονομικούς ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα ιστορικό δεδομένο, όχι μία λογική ανάγκη.

Το μήνυμα που προκύπτει από τους πιο πάνω πίνακες είναι ότι υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι για να φτάσει μία κοινωνία σε πολύ μεγάλη ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος (με γύρο στο 50% του εισοδήματος να πηγαίνει στο 10% των πλουσιότερων, εκ των οποίων το ανώτατο 1% να απολαμβάνει γύρω στο 20% του συνολικού -εργασίας και κεφαλαίου-εισοδήματος)

Ο πρώτος παρατηρείται σε κοινωνίες όπου μεγάλος πλούτος κληρονομείται από γενιά σε γενιά και όπου το εισόδημα από κεφάλαιο κυριαρχεί. Ο δεύτερος, σχετικά νέος, δημιουργήθηκε κυρίως στην Αμερική, μία «υπερ-αξιοκρατική κοινωνία» (ή, σε κάθε περίπτωση, μία κοινωνία που οι πιο πλούσιοι αρέσκονται να αποκαλούν «υπερ-αξιοκρατική») ή, αλλιώς -και λίγο απλοϊκά- μία κοινωνία σούπερ-σταρς ή σούπερ-μάνατζερς.

Τί μπορεί να γίνει; Η τυχόν υπερφορολόγηση του πλούτου θα κινδύνευε να αποθαρρύνει την αποταμίευση/συσσώρευση και έτσι να μειώσει την ανάπτυξη… (!!)

Η σωστή λύση θα ήταν μία κλιμακούμενη φορολόγηση του κεφαλαίου, αλλά αυτό απαιτεί διεθνή συνεργασία, που απαιτεί μεγάλες ενώσεις τύπου ΕΕ…

«Τί μαθήματα μπορούμε να διδαχθούμε από αυτή τη γνώση, για τον αιώνα που διανύουμε; » Αν ο εικοστός πρώτος αιώνας καταλήξει να είναι μια περίοδος χαμηλής (δημογραφικής και οικονομικής) ανάπτυξης και υψηλών επιτοκίων (στο πλαίσιο αυξημένου διεθνούς ανταγωνισμού για επενδυτικά κεφάλαια) ή, σε κάθε περίπτωση, σε χώρες όπου θα υπάρχουν αυτές οι συνθήκες, τότε πιθανότατα, η κληρονομία πλούτου θα ξαναγίνει τόσο σημαντική όσο ήταν στον δέκατο ένατο αιώνα.  Όποτε τα επιτόκια είναι σταθερά αρκετά υψηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, είναι αναπόφευκτο ότι η κληρονομιά (πλούτου που συσσωρεύτηκε στο παρελθόν) υπερισχύει της αποταμίευσης (πλούτου που συσσωρεύτηκε στο παρόν). Αυστηρώς λογικά, θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αλλά οι δυνάμεις που ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση είναι εξόχως ισχυρές.

Όπως ανέφερα στην αρχή, το βιβλίο τελειώνει με την εξής σκέψη: « Σίγουρα, η αρχή της εξειδίκευσης είναι υγιής  και νομιμοποιεί κάποιους θεωρητικούς να ερευνούν χωρίς τη χρήση δεδομένων. Υπάρχουν χίλιοι και ένας τρόποι να ασχολείται κανείς με τις θεωρητικές επιστήμες και η συγκέντρωση δεδομένων δεν είναι πάντοτε εκ των ων ουκ άνευ, ούτε καν (το παραδέχομαι) ιδιαίτερα ευφάνταστος. (!!) Όμως, νομίζω ότι όλοι οι θεωρητικοί επιστήμονες, όλοι οι δημοσιογράφοι και σχολιαστές, όλοι οι ακτιβιστές των συνδικάτων και των κομμάτων οποιασδήποτε απόχρωσης και, ειδικότερα όλοι οι πολίτες, θα έπρεπε να δείχνουν σοβαρό ενδιαφέρον για το χρήμα, πώς μετριέται , τα δεδομένα που το περιβάλλουν και την ιστορία του. Αυτοί που έχουν το χρήμα δεν θα πάψουν να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, ενώ η άρνηση να ασχολείται κανείς με αριθμούς, σπάνια εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λιγότερο ευημερούντων.»

*Ο κ. Συμεών Ρωμύλος είναι οικονομολόγος, πρώην ανώτατο στέλεχος επιχειρήσεων

ΠΗΓΗ