ΚΕΠΕ: Στο 44,6% η φορολόγηση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα – Ο υψηλός φορολογικός συντελεστής στις επιχειρήσεις δεν φέρνει έσοδα

17 Σεπτεμβρίου 2014 Κλείσιμο Από Alexandros

 

Αυτό αναφέρεται μεταξύ άλλων στο Μηνιαίο Οικονομικό Δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΚΕΠΕ.

Συγκεκριμένα

ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αθανάσιος Χύμης, Ερευνητής ΚΕΠΕ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι αρκετά έντονη τελευταία η συζήτηση για την μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς στην τρέχουσα συγκυρία η σημασία της καθίσταται όλο και πιο επιτακτική. Πράγματι, σημαντικό τμήμα της διεθνούς βιβλιογραφίας δείχνει ότι οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές πετυχαίνουν ταυτοχρόνως: α) μεγέθυνση της πραγματικής οικονομίας, β) μείωση της φοροδιαφυγής και, ως αποτέλεσμα των δύο προηγουμένων, γ) αύξηση τελικά των δημοσίων εσόδων (Engen & Skinner, 1996• Buehn & Schneider, 2012  Schneider, 2013).

Δεδομένου ότι η δημόσια συζήτηση εστιάζει κυρίως στο εάν οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι υψηλοί ή όχι, εάν δηλαδή υπάρχει στην Ελλάδα υπερφορολόγηση ή όχι, το παρόν άρθρο εξετάζει και αναδεικνύει έναν εξίσου κρίσιμο παράγοντα, ο οποίος όμως συχνά παραβλέπεται: την αποδοτικότητα των φόρων.

Η βιβλιογραφία, αλλά και η κοινή λογική, λέει ότι οι πολίτες αναπτύσσουν φορολογική συνείδηση όταν βλέπουν ότι οι φόροι που πληρώνουν στο κράτος έχουν αποτέλεσμα, «πιάνουν τόπο» κατά το κοινώς λεγόμενον. Η οικονομική θεωρία αλλά και η ψυχολογία προβλέπουν ότι ο καταναλωτής θα συνεχίσει να πληρώνει για ένα προϊόν μόνον όταν το θέλει και είναι ευχαριστημένος από αυτό και τούτο συμβαίνει με οποιαδήποτε ιδιωτική επιχείρηση. Παρομοίως, ο φορολογούμενος θα συνεχίσει να πληρώνει τους φόρους του όταν τα δημόσια αγαθά και οι υπηρεσίες που απολαμβάνει ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του (Buehn & Schneider, 2012• Feld & Frey, 2007).

Χρησιμοποιώντας στοιχεία από τον διεθνώς αναγνωρισμένο οργανισμό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) πρώτα δείχνουμε την θέση της Ελλάδος όσον αφορά στον συνολικό φορολογικό συντελεστή, όπως μετρείται από τον διεθνή οργανισμό, και εν συνεχεία συγκρίνουμε την αποδοτικότητα των φόρων στην Ελλάδα με αυτήν σε άλλες χώρες στις οποίες ο φορολογικός συντελεστής είναι υψηλότερος (11 χώρες) για να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα πολιτικής. Να σημειωθεί ότι αναφερόμαστε στον φορολογικό συντελεστή για νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις), δηλαδή τον εταιρικό φόρο.

Ο λόγος που επελέγη ο συγκεκριμένος φόρος (εταιρικός) είναι διότι αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα στις αποφάσεις των επενδυτών (εγχωρίων και ξένων) να δραστηριοποιηθούν σε συγκεκριμένη χώρα. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τον έχει επιλέξει το WEF για να καταρτίσει έναν δείκτη φόρου. Φυσικά υπάρχουν αρκετοί άλλοι φόροι όπως ο φόρος εισοδήματος, έμμεσοι φόροι όπως ο ΦΠΑ, κ.ά. Επειδή, λόγω της πληθώρας των ειδών φόρου, είναι δύσκολο να υπολογιστεί ένας συνολικός μέσος σταθμικός φορολογικός συντελεστής, χρησιμοποιούμε τον δείκτη του WEF ως ένα αντιπροσωπευτικό είδος φόρου.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΟΟΣΑ

Το WEF εκδίδει κάθε χρόνο Έκθεση για τον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας (GCI). Αυτός είναι ένας αρκετά ενδελεχής δείκτης ο οποίος υπολογίζεται και αποτελείται από πληθώρα άλλων δεικτών που καλύπτουν όλο το φάσμα της οικονομίας μιας χώρας, δηλαδή και του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Η εργασία στηρίζεται στην έκδοση του Δείκτη (GCI 2013-2014) η οποία περιλαμβάνει στοιχεία του 2012 . Για τον σκοπό της παρούσας έρευνας δεν αποτελεί πρόσκομμα το γεγονός ότι έχουμε στοιχεία του 2012 καθ’ ότι τα αποτελέσματα των θεμάτων που αναλύουμε αλλάζουν σε βάθος χρόνου, όπως π.χ. τα αποτελέσματα καλύτερων θεσμών, υποδομών και εκπαιδευτικού συστήματος.

Ο GCI περιλαμβάνει έναν υποδείκτη για να μετρήσει τον Συνολικό Φορολογικό Συντελεστή (Total Tax Rate) των επιχειρήσεων. Εκφράζεται ως ποσοστό επί των συνολικών κερδών των επιχειρήσεων. Όπως επεξηγεί η έκθεση του GCI, ο συγκεκριμένος δείκτης μετράει 5 διαφορετικούς φόρους και υποχρεωτικές εισφορές -φόρος επί των κερδών, εργατικές και εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικές εισφορές, φόρος ιδιοκτησίας, φόρος επί του τζίρου, κ.λπ.- εκ μέρους των επιχειρήσεων κατά το δεύτερο έτος της λειτουργίας τους εκπεφρασμένα ως ποσοστό επί των κερδών. Η μέθοδος για τον υπολογισμό του συγκεκριμένου δείκτη έχει αναπτυχθεί από το Doing Business της Παγκοσμίου Τραπέζης (World Bank) .

Ο GCI κατατάσσει τις χώρες αντιστρόφως ανάλογα με το ύψος του εταιρικού φόρου. Συγκεκριμένα, όσο υψηλότερος ο φορολογικός συντελεστής τόσο χαμηλότερη η κατάταξη, αφού, όπως αναγνωρίζει η διεθνής βιβλιογραφία  και η έκθεση του GCI, υψηλότεροι φόροι οδηγούν σε χειρότερη ανταγωνιστικότητα. Στο Διάγραμμα 1 απεικονίζονται οι 32 ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ (OECD high income countries). Η διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών είναι εντυπωσιακή, από 21% στο Λουξεμβούργο έως 68,3% στην Ιταλία. Όπως φαίνεται, η χώρα μας έχει αρκετά υψηλό εταιρικό φορολογικό συντελεστή (44,6%).

ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΦΟΡΩΝ: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Το ύψος του φορολογικού συντελεστή από μόνο του δεν μπορεί να δώσει την αναγκαία πληροφόρηση για μια φορολογική πολιτική. Ορισμένοι μπορούν να πουν ότι οι φόροι στην Ελλάδα είναι αυξημένοι, άλλοι ίσως πουν ότι αρκετές ανεπτυγμένες χώρες που φαίνονται στο διάγραμμα, όπως οι ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία, Ιαπωνία, Σουηδία, Αυστρία κ.λπ., έχουν υψηλότερους φόρους και άρα υπάρχει περιθώριο αυξήσεως και στην Ελλάδα.

Το κρίσιμο ερώτημα το οποίο το παρόν άρθρο έρχεται να καλύψει είναι το εξής: η Ελλάς, σε σχέση με τις χώρες που έχουν υψηλότερους φόρους από αυτήν, τι αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα φόρων έχει; Γίνεται, δηλαδή, ορθολογική και αποτελεσματική χρήση των φόρων που εισπράττει το Δημόσιο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μας οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα πολιτικής όχι μόνον όσον αφορά στο ύψος των φορολογικών συντελεστών αλλά και το ακανθώδες ζήτημα της παραοικονομίας-φοροδιαφυγής.

Ο GCI περιλαμβάνει σειρά δεικτών όπου μετρείται η αποτελεσματικότητα της οικονομίας και του κράτους σε πολλούς τομείς, όπως π.χ. θεσμοί, υποδομές, παιδεία, τεχνολογία, καινοτομία αλλά και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος. Από το σύνολο των 114 υποδεικτών που συνολικά παρακολουθεί το GCI έχουμε επιλέξει εκείνους τους υποδείκτες που ουσιαστικά μετρούν τους τομείς αυτούς που αφορούν στο Δημόσιο και των οποίων η επίτευξη των στόχων δείχνει καλή, χρηστή και αποτελεσματική χρήση των φόρων. Δηλαδή, όσο αποτελεσματικότερη χρήση κάνει ένα κράτος των δημοσίων εσόδων (φόροι), τόσο καλύτερη κατάταξη (βαθμολογία) αναμένεται να λάβει στους αντίστοιχους δείκτες. Έχουμε χωρίσει τους 30 επιλεγμένους υποδείκτες σε βασικές κατηγορίες δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών που παρέχει το κράτος στους πολίτες του, όπως, 1) θεσμοί -α) νομικό πλαίσιο και άλλες υπηρεσίες, και β) χρηστή διοίκηση-, 2) βασικές υποδομές και 3) εκπαίδευση-κατάρτιση.



Ο Πίνακας 1 είναι γενικός και παρουσιάζει την κατάταξη των 12 χωρών, μαζί με την Ελλάδα, όσον αφορά στην γενική βαθμολογία-αποτελεσματικότητα στους ανωτέρω τομείς. Σημειώνεται ότι οι αριθμοί στους πίνακες υποδεικνύουν την κατάταξη εκάστης χώρας σε σύνολο 148 χωρών, δηλαδή όσο μικρότερος ο αριθμός τόσο αποτελεσματικότερη είναι η χώρα στον συγκεκριμένο υποδείκτη.

Με μία πρώτη λοιπόν ματιά φαίνεται ότι όλες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι χώρες με μεγαλύτερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή από την χώρα μας έχουν καλύτερη και αποτελεσματικότερη απόδοση των φόρων. Χαρακτηριστικό της μη αποτελεσματικής χρήσης των φόρων στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι και οι περισσότερες χώρες με χαμηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή (βλ Διάγραμμα 1) επίσης έχουν καλύτερη αποτελεσματικότητα στην χρήση των φορολογικών εσόδων, πράγμα που δείχνει τα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της Ελλάδος, βελτίωση η οποία θα συμβάλλει σημαντικά στην δημιουργία φορολογικής συνειδήσεως των πολιτών και άρα στην μείωση της φοροδιαφυγής. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα δεν θα ήταν ηθικώς και οικονομικώς δικαιολογημένη καμία περαιτέρω αύξηση (τουλάχιστον) του εταιρικού φορολογικού συντελεστή, δεδομένου ότι χώρες με χαμηλότερους συντελεστές έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα σε όλους τους τομείς του Δημοσίου.

Εν συνεχεία, παρουσιάζουμε σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια συγκεκριμένους τομείς όπου η αποτελεσματικότητα των φόρων στην Ελλάδα φαίνεται να είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τις υπόλοιπες χώρες με υψηλό εταιρικό φορολογικό συντελεστή.

Στον Πίνακα 2Α παρουσιάζεται σειρά υποδεικτών που αφορούν τους βασικούς θεσμούς και πολιτικές.

Είναι σαφές ότι οι υπόλοιπες χώρες έχουν μεν υψηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή από την Ελλάδα, έχουν όμως να επιδείξουν πολύ πιο αποτελεσματική διανομή και διάθεση των δημοσίων εσόδων. Ιδιαίτερη σημασία στην οικονομική ευμάρεια έχει το νομικό πλαίσιο και η λειτουργία της δικαιοσύνης. Από τον πίνακα γίνεται εμφανές ότι οι χώρες με υψηλότερο φορολογικό συντελεστή ίσως έχουν μια καλή δικαιολογία για υψηλούς φόρους, αφού εκεί η δικαιοσύνη και το νομικό πλαίσιο είναι αποτελεσματικά και βοηθούν την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Αντίθετα, στην Ελλάδα, δεδομένης της ιδιαίτερα χαμηλής αποτελεσματικότητας του νομικού πλαισίου, είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί το ύψος του φορολογικού συντελεστή.

Η μη αποτελεσματική χρήση των φόρων αντικατοπτρίζεται και στην σειρά δεικτών που αφορούν στην χρηστή διοίκηση (οικονομική ως επί το πλείστον) όπως παρουσιάζονται στον Πίνακα 2Β. Συγκεκριμένα, η μη ορθολογική χρήση των φορολογικών εσόδων σημαίνει σχετικά μεγάλο βαθμό σπατάλης. Πράγματι όσον αφορά στον δείκτη σπατάλης δημοσίων πόρων κατατασσόμαστε 140οί σε σύνολο 148 χωρών παγκοσμίως.

Παρά τον υψηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή στις υπόλοιπες χώρες, παρατηρούμε ότι η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, η σπατάλη, το βάρος του κανονιστικού πλαισίου (ρυθμίσεων), η ευνοιοκρατία και η εκτροπή δημοσίων πόρων (κατόπιν επιρροής συντεχνιακών συμφερόντων) είναι πολύ μικρότερη από ό,τι στην Ελλάδα. Αυτό εξηγεί, εν μέρει, γιατί στην Ελλάδα η φοροδιαφυγή έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από τις υπόλοιπες χώρες (Schneider, 2013). Απλούστατα διότι οι άλλες χώρες έχουν πείσει με έργα τους πολίτες τους ότι οι φόροι τους χρησιμοποιούνται προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σουηδία, ακολουθούμενη από την Γερμανία και τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της Εσθονίας της οποίας οι δείκτες προοιωνίζονται γρήγορη ανάπτυξη στο εγγύς μέλλον.

Ο Πίνακας 3 απεικονίζει την αποτελεσματικότητα των φόρων όσον αφορά σε βασικά έργα υποδομών. Εδώ κάποιος μπορεί να πει ότι τα έργα αυτά αντικατοπτρίζουν φορολογία παρελθοντική, δεδομένου ότι έργα όπως δρόμοι, σιδηρόδρομοι, λιμάνια, αεροδρόμια και ενεργειακή υποδομή απαιτούν χρόνο για να φανούν τα αποτελέσματά τους. Πράγματι, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η φορολογική συνείδηση χτίζεται σε βάθος χρόνου και τα όποια λάθη του παρελθόντος (π.χ. σχετική έλλειψη έργων υποδομών) που υπέσκαψαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην διαχείριση των φόρων από το κράτος χρειάζονται χρόνο και συγκεκριμένες πράξεις για να αλλάξουν.

Από τον πίνακα βλέπουμε ότι ο Γάλλος, ο Βέλγος, ο Ιάπωνας, ο Γερμανός ή ο Αυστριακός έχει κάθε λόγο να μην αποφεύγει να καταβάλει υψηλούς φόρους, δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις τους απέδειξαν ότι οι φόροι των πολιτών τους χρησιμοποιήθηκαν για έργα σημαντικά στα οποία οφείλουν το γεγονός ότι βρίσκονται σήμερα μεταξύ των πλέον ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου.

Ο επόμενος Πίνακας 4 δείχνει την αποτελεσματικότητα των κρατών στο πολύ σημαντικό θέμα της εκπαίδευσης και της συνεχούς κατάρτισης. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι ανεπτυγμένες χώρες επενδύουν στην εκπαίδευση και την γενικότερη, φυσικά, παιδεία των πολιτών τους. Είναι κρίμα η Ελλάς, η χώρα που γέννησε την έννοια της Παιδείας, να κατατάσσεται 78η στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 112η στην ανώτερη εκπαίδευση, 86η στον βαθμό πρόσβασης των σχολείων στο διαδίκτυο, 94η στην διαθεσιμότητα υπηρεσιών έρευνας και κατάρτισης, 72η στην ποιότητα των ερευνητικών ιδρυμάτων και 119η στην συνεργασία των πανεπιστημίων με την βιομηχανία, πίσω από όλες τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες αλλά και από αρκετές αναπτυσσόμενες.


Επίσης δεν είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι στην ποιότητα της μαθηματικής και επιστημονικής εκπαίδευσης είμαστε πίσω από σχεδόν όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ (όπως απεικονίστηκαν στο Διάγραμμα 1), με εξαίρεση την Ιταλία και την Τσεχία. Εάν αυτό το αποτέλεσμα συνδυαστεί με τα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών στο διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση των Μαθητών PISA (Programme for International Student Assessment)  που η θέση της χώρας μας χειροτερεύει συν τω, χρόνω, , καταλαβαίνουμε ότι οι φόροι των πολιτών που κατευθύνονται στην εκπαίδευση επί σειράν ετών δεν έχουν τα αποτελέσματα που θα έπρεπε να είχαν.

Η Εσθονία με την 3η θέση που καταλαμβάνει στον βαθμό πρόσβασης των σχολείων στο διαδίκτυο ίσως να μπορεί να δικαιολογήσει στους πολίτες της τον υψηλό φορολογικό συντελεστή, σε αντίθεση με την Ελλάδα που η αντίστοιχη 86η θέση μάλλον κάνει τους πολίτες να απαιτούν διαφάνεια, απολογισμό και λογοδοσία όσον αφορά στο πού κατευθύνθηκαν επί σειράν ετών (και κατευθύνονται) τα δημόσια έσοδα.

Καταλήγοντας, παραθέτουμε έναν ακόμη πίνακα (Πίνακας 5) όπου παρουσιάζεται η κατάταξη των χωρών ως προς τον συνολικό εταιρικό φορολογικό συντελεστή αλλά και ως προς την επίδραση των συνολικών φόρων (όχι μόνο του εταιρικού) στα κίνητρα για επενδύσεις και για εργασία, αντίστοιχα.

Εάν θέλουμε να αποφανθούμε για το εάν οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι υψηλοί ή χαμηλοί, δεν θα πρέπει να εξετάσουμε μόνον το ύψος αυτών σε σχέση με των άλλων χωρών. Θα πρέπει να εξετάσουμε την αποτελεσματικότητα των παρόντων φόρων αλλά και να λάβουμε υπ’ όψιν μας τον ρόλο των παρελθόντων φόρων και την κατανομή αυτών στην εμπιστοσύνη που έχουν δημιουργήσει (ή περιορίσει) στους φορολογούμενους πολίτες. Το να πούμε ότι υπάρχουν ανεπτυγμένες χώρες με υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές δεν αρκεί ως επιχείρημα για την αύξησή τους και στην Ελλάδα. Θα πρέπει να εξετάσουμε τι αποτέλεσμα έχουν οι φόροι στις άλλες χώρες και εάν γίνεται χρηστή διαχείριση αυτών.

Η ανωτέρω ανάλυση έδειξε ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων σε επιμέρους υποδείκτες, όλες οι χώρες με υψηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή έχουν αποδείξει στους πολίτες τους ότι κάνουν αποτελεσματικότερη χρήση των φόρων τους κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη τους σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα αυτά προσφέρουν και μία εξήγηση στο φλέγον θέμα της παραοικονομίας-φοροδιαφυγής. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα χρήματά τους στο κράτος έχοντας εμπειρία της χρόνιας αναποτελεσματικότητας, οι συνέπειες της οποίας περιεγράφησαν λεπτομερώς ανωτέρω.

ΠΗΓΗ