Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις και στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του Ν.3986/2011 από τους υπόχρεους

4 Μαΐου 2014 Κλείσιμο Από Alexandros

ΠΟΛ.1104/9.4.2014
(ΦΕΚ 909/Β’/11.4.2014 – ΑΥΟ)

Άρθρο 1
Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από μισθωτή εργασίακαι συντάξεις.Οι υπόχρεοι της παρ. 1 του άρθρου 59 του Ν.4172/2013(ΦΕΚ 167/Α’) που καταβάλλουν εισόδημα για μισθωτή εργασία και συντάξεις, όπως αυτή ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ίδιου νόμου, προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου ως ακολούθως: α) Στους αμειβόμενους με μηνιαίο εισόδημα από μισθω-
τή εργασία και συντάξεις συμπεριλαμβανομένων και των εφάπαξ παροχών που συνεντέλλονται με τις τακτικές αποδοχές, στους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα (1) έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, στις συντάξεις ή άλλες παροχές παρόμοιας φύσης, που καταβάλλονται από ταμεία επικουρικά, μετοχικά, αρωγής ή αλληλοβοήθειας, με βάση την κλίμακα του άρθρου 15 και τις μειώσεις φόρου του άρθρου 16 του ίδιου νόμου μετά από προηγούμενη αναγωγή του
μηνιαίου εισοδήματος σε ετήσιο, ως ακολούθως: Οι εκκαθαριστές μισθοδοσίας προσδιορίζουν, το μηνιαίο καθαρό εισόδημα κάθε δικαιούχου αφαιρώντας από το ακαθάριστο ποσό του μισθού ή της σύνταξης ή της οποιασδήποτε καταβαλλόμενης παροχής μόνο τα ποσά των νόμιμων κρατήσεων για υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές, που για την καταβολή τους βαρύνεται ο μισθω-
τός ή ο συνταξιούχος. Στην έννοια του μηνιαίου καθαρού εισοδήματος περιλαμβάνονται οι αποδοχές που συνεντέλλονται (δηλαδή συνεκκαθαρίζονται) μαζί, σε μία μισθοδοτική κατάσταση.
Οι εκκαθαριστές μισθοδοσίας κάθε μήνα διενεργούν αναγωγή του μηνιαίου καθαρού εισοδήματος με βάση τις πραγματικές καταβαλλόμενες αποδοχές προκειμένου να προσδιορισθεί το συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημα κάθε δικαιούχου. Ο υπολογισμός του συνολικού ετήσιου καθαρού εισοδήματος γίνεται με πολλαπλασιασμό των καθαρών μηνιαίων αποδοχών επί 12 ή επί 14 όταν καταβάλλονται δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας τα οποία αθροιστικά λαμβανόμενα ισοδυναμούν με δύο μισθούς. Το ποσό του φόρου που αναλογεί βάσει της φορολογικής
κλίμακας του άρθρου 15 και των μειώσεων φόρου του άρθρου 16 μειώνεται κατά ποσοστό 1,5% και το υπόλοιπο αποτελεί το φόρο που πρέπει να παρακρατείται σε ετήσια
βάση. Το 1/14 ή το 1/12 του ποσού αυτού (ανάλογα με το αν καταβάλλονται ή όχι δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας), αποτελεί το φόρο που παρακρατείται κάθε μήνα από τον υπόχρεο εργοδότη, κατά την καταβολή των μισθών ή των συντάξεων. Η παρακράτηση έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης εφαρμόζεται στο μηνιαίο καθαρό εισόδημα και υπολογίζεται με συντελεστή που αντιστοιχεί στο ετήσιο καθαρό εισόδημα όπως αυτό προκύπτει μετά την προηγουμένη αναγωγή των μηνιαίων αποδοχών σε ετήσιες, σύμφωνα με τα ανωτέρω. β) Στο φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετεί σε πλοία του Εμπορικού Ναυτικού με τους συντελεστές της παρ. 2 του άρθρου 15 του αυτού νόμου. Στα εισοδήματα αυτής της περίπτωσης επίσης διενεργείται παρακράτηση έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Ο φόρος που παρακρατείται μειώνεται κατά ποσοστό 1,5
κατά την παρακράτησή του. γ) Στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση ή καθυστερημένα με συντελεστή 20% στο καταβαλλόμενο φορολογητέο εισόδημα. Στα εισοδήματα αυτής της περίπτωσης δεν διενεργείται παρακράτηση έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. δ) Στις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος εισοδήματος από μισθωτή εργασία σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο, με συντελεστή 20% στο καταβαλλόμενο φορολογητέο εισόδη-
μα. Στα εισοδήματα αυτής της περίπτωσης δεν διενεργείται παρακράτηση έναντι της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.

 

Άρθρο 2 Παρακράτηση φόρου κατά την πληρωμή κάθε εφάπαξ αποζημίωσης που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης Οι υπόχρεοι της παρ. 1 του άρθρου 59 του Ν.4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α’) που καταβάλλουν κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει το φορέα με τον δικαιούχο της αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 15 του ίδιου νόμου, προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου με βάση την κλίμακα αυτής της παραγράφου αυτού του άρθρου και νόμου με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων.

 

Άρθρο 3 Παρακράτηση φόρου στο ασφάλισμα που καταβάλλεται στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης Οι υπόχρεοι σε παρακράτηση φόρου του άρθρου 61 του Ν.4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α’) που προβαίνουν σε πληρωμές ασφαλίσματος με βάση τις διατάξεις της περ. ε’ της παρ.1 του άρθρου 62 του ίδιου νόμου σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 64 αυτού του νόμου και της παρ. 4 του άρθρου 15 του ίδιου νόμου, προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου, ως ακολούθως:
α) Στο καθαρό ποσό του ασφαλίσματος που καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικά καταβαλλόμενης παροχής με συντελεστή 15%. β) Στο καθαρό ποσό του ασφαλίσματος που καταβάλλεται
εφάπαξ μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, με συντελεστή 10% και για τα ποσά που υπερβαίνουν τις 40.000 ευρώ, με συντελεστή 20%. Οι συντελεστές των προηγούμενων εδαφίων της περίπτω-
σης αυτής αυξάνονται κατά 50% σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων.

 

Άρθρο 4 Iσχύς της απόφασης Η παρούσα απόφαση ισχύει από το φορολογικό έτος 2014 για εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται από 1.1.2014 και μετά.